- παλαιογενης
- παλαιογενήςπᾰλαιογενής2Arph. = παλαιγενής См. παλαιγενης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παλαιογενής — ές (Α παλαιογενής, ές) αυτός που δημιουργήθηκε σε πολύ παλαιές εποχές, πανάρχαιος νεοελλ. φρ. «παλαιογενής περίοδος» ή απλώς «το παλαιογενές» γεωλ. η πιο παλαιά από τις δύο υποδιαιρέσεις τού καινοζωικού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + γενής (< … Dictionary of Greek
παλαιογενές — παλαιογενής masc/fem voc sg παλαιογενής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek